γάργαλα
Look at other dictionaries:
γαργάλα — η [γαργαλίζω] 1. το γαργάλισα 2. η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα … Dictionary of Greek
γαργαλεύω — [γαργάλα] γαργαλίζω … Dictionary of Greek
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek
γαργαλιάρης — ο (θηλ. γαργαλιάρα, η) [γαργάλα] 1. αυτός που γαργαλιέται εύκολα 2. ο ερωτιάρης … Dictionary of Greek